εκποιώ

εκποιώ
εκποίησα, εκποιήθηκα, εκποιημένος, μτβ., κάνω εκποίηση (βλ. λ.), ξεπουλώ εμπόρευμα αναγκαστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκποιώ — εκποιώ, εκποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκποιώ — ( έω) (AM ἐκποιῶ) πουλάω αναγκαστικά, ξεπουλάω μσν. 1. καθιστώ 2. μέσ. γίνομαι αρχ. 1. κάνω κάποιον να απομακρυνθεί ή να βγει από κάπου 2. δίνω το παιδί μου για υιοθεσία 3. αποσπερματίζω 4. παράγω, γεννώ 5. κατασκευάζω, εκτελώ 6. προμηθεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εκπλειστηριάζω — εκποιώ σε πλειστηριασμό …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

  • ανεκποίητος — η, ο (Α ἀνεκποίητος, ον) 1. εκείνος που δεν έχει εκποιηθεί, που δεν έχει πουληθεί 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να πουληθεί, αναπαλλοτρίωτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να εκλείψει, να αφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1546… …   Dictionary of Greek

  • διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… …   Dictionary of Greek

  • εκπιπράσκω — ἐκπιπράσκω (Α) πουλώ, εκποιώ …   Dictionary of Greek

  • εξαργυρώνω — (Α ἐξαργυρώ( όω) νεοελλ. ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ. αρχ. μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • μετεκχωρώ — μετεκχωρῶ, έω (Μ) πουλώ, εκποιώ …   Dictionary of Greek

  • ξεκάνω — 1. εκποιώ, ξεπουλώ («ξέκανε όλα τα οικογενειακά κειμήλια») 2. σπαταλώ, δαπανώ εξ ολοκλήρου («ξέκανε τα λεφτά του στα χαρτιά») 3. σκοτώνω κάποιον, εξοντώνω, εξολοθρεύω («ορκίστηκε να βρει τον φονιά και να τόν ξεκάνει») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”